- νικητικός
- νῑκητικός , νικητικόςlikely to conquermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικητικός — νικητικός, ή, όν (ΑΜ) [νικητής] αυτός που μπορεί να νικήσει ή αυτός που οδηγεί σε νίκη, ο νικηφόρος («ἐνεργῶς δέ, ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν, μαχεῑται», Ξεν.) μσν. αυτός που εξυμνεί κάποια νίκη αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ νικητικόν η… … Dictionary of Greek
νικητικά — νῑκητικά , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc pl νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc/acc dual νῑκητικά̱ , νικητικός likely to conquer fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικῶν — νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer fem gen pl νῑκητικῶν , νικητικός likely to conquer masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικόν — νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer masc acc sg νῑκητικόν , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικώτατον — νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer masc acc superl sg νῑκητικώτατον , νικητικός likely to conquer neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικαί — νῑκητικαί , νικητικός likely to conquer fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοῖς — νῑκητικοῖς , νικητικός likely to conquer masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοί — νῑκητικοί , νικητικός likely to conquer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικοῦ — νῑκητικοῦ , νικητικός likely to conquer masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νικητικούς — νῑκητικούς , νικητικός likely to conquer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)